μανιχότη

μανιχότη
και μανιότη, η
γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην τάξη ευφορβιώδη, οικογένεια ευφορβιίδες, και τού οποίου πολλά είδη παρουσιάζουν μεγάλο οικονομικό ενδιαφέρον, γιατί από αυτά παράγονται διάφορα βιομηχανικά προϊόντα, πρώτες ύλες για τη φαρμακευτική ή είδη διατροφής, όπως λ.χ. η κασσάβα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μανιόκα — η βοτ. μια από τις κοινές ονομασίες τού ποώδους φυτού Manihot esculenta, τού γένους μανιχότη, τής οικογένειας ευφορβιίδες, τού οποίου οι κονδυλώδεις ρίζες αποτελούν βασικό είδος διατροφής σε πολλά μέρης τής Αφρικής, τής Ινδίας και τής Νότιας… …   Dictionary of Greek

  • μανιότη — (Manihot). Γένος φυτών της οικογένειας των ευφορβιδών (δικοτυλήδονα), το οποίο περιλαμβάνει 100 περίπου είδη. Πρόκειται για μονοετείς θάμνους με κονδυλώδεις ρίζες που περιέχουν μεγάλη ποσότητα αμύλου και βλαστό που περιέχει γαλακτώδη χυμό. Τα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”