- μανιχότη
- και μανιότη, ηγένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην τάξη ευφορβιώδη, οικογένεια ευφορβιίδες, και τού οποίου πολλά είδη παρουσιάζουν μεγάλο οικονομικό ενδιαφέρον, γιατί από αυτά παράγονται διάφορα βιομηχανικά προϊόντα, πρώτες ύλες για τη φαρμακευτική ή είδη διατροφής, όπως λ.χ. η κασσάβα.
Dictionary of Greek. 2013.